voluntary compliance - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

voluntary compliance - translation to ρωσικά


voluntary compliance         

нефтегазовая промышленность

добровольное соблюдение (требований стандартов)

non-compliance         
ORGANIZATIONAL EFFORTS TO COMPLY WITH RELEVANT LAWS, POLICIES, AND REGULATIONS
Compliance intelligence; Compliance (regulation); Connected compliance; Regulatory Compliance; Non-compliance; Noncompliance; Non-compliant
non-compliance noun 1) неподчинение 2) несогласие 3) несоблюдение (with - чего-л.)
non-compliance         
ORGANIZATIONAL EFFORTS TO COMPLY WITH RELEVANT LAWS, POLICIES, AND REGULATIONS
Compliance intelligence; Compliance (regulation); Connected compliance; Regulatory Compliance; Non-compliance; Noncompliance; Non-compliant

[nɔnkəm'plaiəns]

существительное

общая лексика

неподчинение

(with) несогласие

несоответствие

несогласованность

несоблюдение (условия, соглашения)

несогласие

несоблюдение

редкое выражение

упрямство

Ορισμός

Noncompliance
·noun Neglect of compliance; failure to comply.

Βικιπαίδεια

Voluntary compliance
Voluntary compliance is one of possible ways of practicing corporate social responsibility.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για voluntary compliance
1. This would also ensure better voluntary compliance. (The author is Chairman of Videocon group)
2. "Our first approach to dealing with any complaint is to work for voluntary compliance.
3. Coleman said the IRS placed too much emphasis on voluntary compliance, a policy abused by repeat offenders.
4. Miller said OSHA‘s reluctance follows a pattern of neglect under the Bush administration, which he said has chosen to rely on voluntary compliance.
5. Dominguez, the commission‘s chairwoman, attributed the recent three–year skid, in part, to more aggressive efforts to promote voluntary compliance by providing training about the laws to employers.
Μετάφραση του &#39voluntary compliance&#39 σε Ρωσικά